Θεωρίες Μερισματικής Πολιτικής

Η μερισματική πολιτική έχει απασχολήσει πολλούς οικονομολόγους ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες. Έχουν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες με τις σημαντικότερες να αναφέρονται επιγραμματικά παρακάτω:

α) Θεωρία Miller και Modigliani, η οποία υποστηρίζει ότι η μερισματική πολιτική δεν έχει επίδραση στην αξία της επιχείρησης.

β) Θεωρία Gordon και Lintner, η οποία υποστηρίζει ότι η υψηλή μερισματική πολιτική είναι άριστη.

γ) Θεωρία Litzenberger και Ramaswamy, η χαμηλή μερισματική πολιτική είναι άριστη.

δ) Θεωρία Πελατειακής συμπεριφοράς, η οποια υποστηρίζει ότι και η α.

 

Φυσικά όλες οι παραπάνω θεωρίες λαμβάνουν υπόψη ότι όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες παραμένουν σταθεροί (ceteris paribus)

 

Δεν έχει αναπτυχθεί καμία θεωρία η οποία να δίνει την ορθή αναλογία μερισματικής πολιτικής και παρακρατηθέντων Κερδών. Πόσο δηλαδή ποσοστό των καθαρών κερδών είναι ιδανικό να δίδεται ως μέρισμα και πόσο πρέπει να παρακρατείται ώστε να χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη της εταιρίας. Φυσικά οι μέτοχοι επιθυμούν την αποκοπή μερίσματος ώστε να αυξήσουν την προσωπική τους περιουσία. Από την άλλη η εταιρία χρειάζεται να παρακρατήσει μέρος των κερδών ώστε να τα χρησιμοποιήσει και να τα επενδύσει στο μέλλον για να αυξήσει την αξία της. Είναι λοιπόν φανερή η ανάγη να βρεθεί ένα μαθηματικό υπόδειγμα το οποίο θα προσδιορίζει την ιδανική αναλογία ανάμεσα σε αυτά τα δύο μεγέθη, με τελικό στόχο το συμφέρον τόσο των μετόχων όσο και της εταιρίας.

 

Θεωρία ιδανικής μερισματικής πολιτικής

 

Η θεωρία που θα αναπτυχθεί βασιζεται σε προσωπικές εκτιμήσεις και με την υπόθεση ότι ολοι οι υπόλοιποι προσδιοριστικοί παράγοντες παραμένουν σταθεροί. Θα ξεκινήσουμε να αποτιμήσουμε το ποσοστό αποκοπής μερίσματος και θα οδηγηθούμε στο ποσοστό παρακράτησης κερδών. Αυτό που επιθυμούμε είναι η εταιρία η οποία είναι ένας ζωντανός οργανισμός και ζει μέσα σε ένα οικονομικό περιβάλλον να αναπτύσετε με ρυθμό αντίστοιχο με το οικονομικό περιβάλλον τουλάχιστον και ιδανικά κατά ένα ρυθμό μεγαλύτερο από το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομία μετράται με την ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ. Επομένως για να έχει νόημα ο ρυθμός ανάπτυξης της εταιρίας, μέσα από την πολιτική παρακράτησης κερδών πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσος με τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ. Η εταιρία οφείλει μέσα σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον να επιδιώκει την ανάπτυξή της διότι οι ανταγωνιστές της αυτό επιδιώκουν, και ο ρυθμός αύξησης της οικονομίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ανάπτυξη των εταιριών. Ουσιαστικά ο ρυθμός ανάπτυξης των εταιριών είναι αυτός που σε μεγάλο βαθμό επηρεάζει την ανάπτυξη της οικονομίας. Καταλήγοντας, εάν η αποκοπή μερίσματος συμβολιστεί με D, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ με g και τα καθαρά Κέρδη με Κ, τότε έχουμε την παρακάτω σχέση:

D=gxΚ, εάν δε υπολογιστεί σε ονοματικές τιμές το ΑΕΠ θα πρέπει να αποπληθωρίσουμε, άρα η παραπάνω σχέση μετατρέπεται ως εξής D=(g-π)χΚ, όπου π ο πληθωρισμός για τη δεδομένη περίοδο. Αφού λοιπόν βρήκαμε το ποσοστό αποκοπής μερίσματος μπορούμε εύκολα να υπολογίσουμε το ποσοστό παρακράτησης κερδών, απλά αφαιρώντας από τα Συνολικά Κέρδη το ποσο που θα αποδοθεί ως μέρισμα για να καταλήξουμε στο ποσό των παρακρατηθέντων κερδών. Q=K-D όπου Q το ποσό των παρακρατηθέντων κερδών. Με αυτόν τον τρόπο η παρακράτηση των κερδών είναι πάντα μεγαλύτερη από το ποσό που θα διανεμηθεί ως μέρισμα. Επειδή τα μεγέθη που περιλαμβάνονται στον τύπο είναι βασικά μεγέθη της οικονομίας των οποίων η μεταβολή έχει αντίκτυπο και σε άλλα στοιχεία της οικονομίας υποθέτουμε ότι όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες παραμένους σταθεροί (Ceteris Paribus). Επίσης μπορούμε για να είμαστε ακόμα πιο ακριβείς μπορούμε να υπολογίσουμε την παραπάνω σχέση σε κάθε κλάδο χωριστά της οικονομίας αντικαθιστώντας απλά τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας g με τον ρυθμό ανάπτυξης του κλάδου.

Φυσικά η παραπάνω θεωρία έχει ισχύ σε περιπτώσεις που υπάρχει ανάπτυξη στην οικονομία και όχι ύφεση, διότι στην ύφεση δεν θα πρέπει να δίδονται μερίσματα αλλά να γίνονται αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου για την στήριξη της επιχείρησης, όπως δείχνει και η εμπειρία. Πρακτικά σε περιόδους ύφεσης οι εταιρίες προχωράνε συχνά σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου για να στηρίξουν τα οικονομικά της. Ταυτοχρονα με την παραπάνω σχέση οδηγούμαστε και στο ποσό κατά το οποίο πρέπει να γίνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Δηλαδή από τη σχέση D=(g-π)χK, σε περιόδους ύφεσης θα έχουμε g<0 άρα D=(-g-π)xK. Να προχωρήσουμε σε ένα αριθμητικό παράδειγμα για να γίνει κατανοητή η θεωρία.

Παράδειγμα:

Οικονομία σε ανάπτυξη

Έστω ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας (ρυθμός ανάπτυξης GBP) g= 10% και πληθωρισμός π=2%. Τα κέρδη μιας εταιρίας μιας διαχειριστικής χρήσης € 10.000.

Με τον παραπάνω τύπο έχουμε Μέρσιμα της εταιρίας = D =(0.10 - 0.02)X € 10.000 = € 800. Συνεπως τα παρακρατηθέντα κέρδη = Q = Κ-D = €10.000 - € 800 = €9.200. 

Οικονομία σε ύφεση

Η οικονομία σε ύφεση έχει g = -5% και πληθωρισμό π = -2%. Τα κέρδη μιας εταιρίας έστω ότι είναι ξανά K=€ 10.000. Τότε έχουμε:

D = {-0.05 - (-0.02)}X € 10.000 =  - 300 €. Άρα Q = K-D = € 10.000 -(-300) = € 10.300. Επομένως η εταιρία όχι μόνο δεν μπορεί να αποδώσει μερίσματα αλλά πρέπει να κάνει και αύξηση μετοχικού κεφαλαίου € 300.

 

Αναζήτηση στο site

Επαφή

www.monetary.gr www.monetary.gr

Ρωτήστε μας

Υπηρεσία για τα μέλη της ιστοσελίδας.

Στείλτε μας την ερώτησή σας και θα ψάξουμε για εσάς την απάντηση.